- πνιγμός
- Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα υγρό μέσο, για αρκετό χρονικό διάστημα, μόνο το στόμα και η μύτη, όπως συμβαίνει π.χ. σε περίπτωση επιληπτικών που, έχοντας χάσει τη συνείδηση κατά τη διάρκεια της παροξυσμικής κρίσης, μπορεί να πνιγούν μέσα στην μπανιέρα. Ο μηχανισμός του π. είναι ο ίδιος με αυτόν της ασφυξίας. Κατ΄ αρχάς το άτομο εκτελεί μερικές αναπνευστικές κινήσεις που προκαλούν την εισρόφηση υγρού στις αεροφόρους οδούς. Εκτός από αυτό, πάντα κατά την αρχική φάση, το άτομο επιστρέφει καμιά φορά στην επιφάνεια του υγρού καταπίνοντας το νερό που υπάρχει στο στόμα και εκπνέοντας βίαια για να ελευθέρωσει τις αεροφόρους οδούς από το υγρό που έχει εισροφήσει. Στη συνέχεια καθώς αυξάνεται η ασφυξία, από την ανεπαρκή οξυγόνωση του αίματος, επισυμβαίνει απώλεια της συνείδησης και αναστολή της αναπνευστικής λειτουργίας. Παρόλα αυτά η καρδιά, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εξακολουθεί να λειτουργεί για ένα χρόνικο διάστημα σχετικά μεγάλο και μετά την εξαφάνιση της αναπνοής· γι’ αυτόν το λόγο είναι αναγκαίο να επιμένουμε πολύ με την τεχνητή αναπνοή, όταν διατηρείται η καρδιακή δραστηριότητα. Για την επείγουσα αντιμετώπιση της περίπτωσης πρέπει πρώτα να επελευθερώνονται οι πρώτες αναπνευστικές οδοί, στόμα και μύτη, από τη βλέννη και τα ξένα σώματα που ενδεχομένως τις αποφράσσουν και στη συνέχεια να εκτελείται για μεγάλο διάστημα η τεχνητή αναπνοή, ενδεχομένως με ειδική συσκευή. Η καρδιά ενισχύεται με χορήγηση καρδιοτονωτικών φαρμάκων και με μαλάξεις επί του θώρακα, αντίστοιχα προς την περιοχή της καρδιάς. Εκτός αυτών, το άτομο πρέπει να διατηρείται ζεστό και, όταν περάσει η οξεία φάση, να υποβληθεί σε αντιβιοτική αγωγή για να αποφευχθούν δευτεροπαθείς βρογχοπνευμονίες προκαλούμενες από την παρουσία υγρού στο αναπνευστικό σύστημα.
* * *ο, ΝΜΑ, και πνιχμός Α [πνίγω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πνίγω, θάνατος προερχόμενος από παρεμπόδιση τής αναπνοής, πνιγμονή (α. «και τρέχει πάντα στον πνιγμό δίχως βοήθειαν άλλη», Ερωτόκρ.β. «ἐάν δέ... προσφερομένης τῆς τροφῆς ἀναπνεύσῃ τις βῆχας καὶ πνιγμοὺς ποιεῑ», Αριστοτ.)2. ασφυξία που προκαλείται από τον συνωστισμό πλήθους3. (σχετικά με άγρια βότανα ή ζιζάνια) η καταστροφή, η εξόντωσηνεοελλ.ιατρ. ασφυξία από βύθιση σε ένα υγρό, συνήθως νερό, το οποίο, φράσσοντας το στόμα και τη μύτη τού θύματος, διακόπτει την παροχή οξυγόνου στο σώμααρχ.1. αποπνικτική ζέστη, καύσωνας2. παρασκευή φαγητού, μαγείρεμα.
Dictionary of Greek. 2013.